κλαδικός

κλαδικός
-ή, -ό [κλάδος (Ι)]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κλάδο εργαζομένων ή στην υποδιαίρεση ενός συνόλου (α. «κλαδικά αιτήματα» β. «κλαδική οργάνωση»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρακλαδικός — ή, ό ο σχετικός με πρόσωπα και ενέργειες οργανώσεων που είναι έξω από τις νόμιμες και κανονικές ενός κλάδου εργαζομένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κλαδικός (< κλάδος), πρβλ. πολυ κλαδικός] …   Dictionary of Greek

  • διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …   Dictionary of Greek

  • κλάδος — (I) ο (AM κλάδος) βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλαδί, κλαρί, κλώνος («ἀπὸ δὲ τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός συνόλου (α. «η γεωμετρία είναι κλάδος τών μαθηματικών», β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”